ζυγαριά

ζυγαριά
balance

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Regardez d'autres dictionnaires:

  • ζυγαριά — η 1. ζυγός, πλάστιγγα, κάθε συσκευή ζυγίσματος 2. μτφ. ο ζυγός ως μέσο με το οποίο απονέμεται η δικαιοσύνη και ως σύμβολο τής δικαιοσύνης («κάπου αν υπάρχεις, κρίνε με και μίλησέ μου. Δικαιοσύνη! Δικαιοσύνη! η ζυγαριά σου!», Παλαμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ …   Dictionary of Greek

  • ζυγαριά — η ζυγός, πλάστιγγα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… …   Dictionary of Greek

  • βεζενές — και βεζνές, ο ζυγαριά ακριβείας για χρυσά νομίσματα και πολύτιμους λίθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. vezne «ζυγαριά»] …   Dictionary of Greek

  • ζυγοτρυτάνη — ζυγοτρυτάνη, ἡ (Μ) ζυγαριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγός + τρυτάνη «ζυγαριά»] …   Dictionary of Greek

  • μπαλάντζα — και παλάντζα και παλάντσα, η 1. φορητή ζυγαριά παλαιού τύπου με αριθμημένη ράβδο και ένα βαρίδι πάνω στη ράβδο που δείχνει το βάρος 2. ελλειψοειδής μεταλλικός κύλινδρος που χρησιμοποιείται στο θέατρο και περιέχει σειρά φωτοβολίδων με τις οποίες… …   Dictionary of Greek

  • σταχάνη — ἡ, ΜΑ 1. ζυγός, ζυγαριά 2. φρ. «δικαιότερος σταχάνης» ακριβοδίκαιος, αυτός που κρατάει τη ζυγαριά τής δικαιοσύνης (Ζήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. στα χ άνη, με επίθημα άνη, δηλωτικό οργάνου (πρβλ. τρυτ άνη) ανάγεται στο θ.… …   Dictionary of Greek

  • τάλαντο — Μονάδα βάρους. Αρχικά σήμαινε ζυγαριά, έπειτα όμως και οτιδήποτε ζυγίζεται, επομένως και μονάδα βάρους ή ορισμένο χρηματικό ποσόν, που ήταν διαφορετικό κατά τόπους. Είναι αδύνατο να καθοριστεί το βάρος του ομηρικού τ. Ο Ηρόδοτος αναφέρει δύο… …   Dictionary of Greek

  • -αριά — κατάλ. θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη. Ειδικότερα, από ουσιαστικά σε άρι σχηματίστηκαν θηλ. ουσιαστικά σε ιά (πρβλ. καλαμάρι καλαμαριά, φεγγάρι φεγγαριά, πενηντάρι πενηνταριά), από την οποία αργότερα αποσπάστηκε… …   Dictionary of Greek

  • αλαφροζυγιάζω — και αλαφροζυγίζω 1. (για ζυγαριά, πλάστιγγα κ.λπ.) ζυγίζω ελαφρά, δείχνω βάρος κατώτερο από το πραγματικό 2. έχω ελαφρό βάρος, δεν είμαι βαρύς 3. είμαι ανόητος, αλαφρόμυαλος 4. μέσ. (για πτηνά) πετώ ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + ζυγιάζω] …   Dictionary of Greek

  • αντικρατώ — (Α ἀντικρατῶ, έω) νεοελλ. 1. συγκρατώ, σταματώ 2. (για ζυγαριά) δεν λειτουργώ καλά, δεν ζυγίζω με ακρίβεια αρχ. έχω κάτι αντί να έχω κάτι άλλο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”